περιστεράκι

περιστεράκι
το
μικρό περιστέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιστεράκι — το, Ν [περιστέρι] 1. υποκορ. μικρό περιστέρι («περιστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου») 2. θωπευτικό επίθετο ωραίων ή αγαπημένων γυναικών 3. μτφ. αθώα τρυφερή ύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • κολομπίνα — (Colombina). Θεατρικός τύπος, ένα από τα πρόσωπα της Κομέντια ντελ’ άρτε, που μετέπειτα υιοθετήθηκε από το γαλλικό θεάτρο και την παντομίμα. Πρωτοεμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 16ου αι. και το όνομά της σημαίνει μικρόπεριστέρι στα ιταλικά. Αρχικά …   Dictionary of Greek

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

  • περιστερίδιον — τὸ, Α (υποκορ. τ.) περιστεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ιππ ίδιον, ον ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • περιστεριδέας — ο / περιστεριδεύς, έως, ΝΜΑ νεοσσός περιστεριού, περιστεράκι, πιτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αλεκτορ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”